- μαστεύω
- (Α μαστεύω και ματεύω)ζητώ, αναζητώ κάποιον ή κάτινεοελλ.προσπαθώ να ανακαλύψω υπόγεια ύδατααρχ.1. επιζητώ, έχω ανάγκη, χρειάζομαι («τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστεύειν», Πίνδ.)2. επιδιώκω να κάνω κάτι, επιθυμώ ή αγωνίζομαι να επιτύχω κάτι («δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευσε δοῡναι», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστήρ*, κατά το ρ. ματεύω*. Λιγότερο πιθανή είναι η άποψη κατά την οποία το ρ. ίσως να έχει παραχθεί από έναν αμάρτυρο τ. *μαστός ή *μαστής].
Dictionary of Greek. 2013.